Greek Meaning of disobliged

υποχρεωμένος

Other Greek words related to υποχρεωμένος

Definitions and Meaning of disobliged in English

Webster

disobliged (imp. & p. p.)

of Disoblige

FAQs About the word disobliged

υποχρεωμένος

of Disoblige

ενοχλημένο,ενοχλώ ,διαταραγμένος,σβήνω,ανήσυχος,αναστατωμένος,ζυγισμένο,ενοχλημένος,επιβαρυντική,θυμωμένος

βοήθησε,υποστηρίζεται,ευνοϊκός,βοήθησε,υποχρεωμένος,υποκινήθηκε,καταλύματα,Χαρούμενος,αφοπλισμένος,ανακουφισμένος

disoblige => προσβάλω, disobligatory => μη δεσμευτικός, disobligation => απαλλαγή από υποχρέωση, disobeying => ανυπακοή, disobeyer => ανυπάκουος,