Greek Meaning of disoblige
προσβάλω
Other Greek words related to προσβάλω
- ενοχλώ
- ενοχλώ
- ενοχλώ
- ενοχλώ
- Ενόχληση
- σβήνω
- πρόβλημα
- ζυγίζω
- επιδεινώνω
- οργή
- ενοχλώ
- Σφάλμα
- Βάρος
- Βαρύνω
- ερεθίζω
- δεσμός
- καλάθι δώρων
- αναπηρία
- εμποδίζω
- εμποδίζω
- αναστέλλω
- ερεθίζω
- εμποδίζω
- προκαλώ
- σέλα
- αναστατωμένος
- ενοχλώ
- παρεμβάλλω (σε)
- αναταράζω
- τρίβω
- χολή
- πάρει
- Σχάρα
- Μηριαίοι τένοντες
- Λαγκάς
- απέχω
- κρατήστε
- φλεγμόνω
- χειροπέδες
- τσουκνίδα
- εκνευρισμός
- Διαταράσσω
- εκνευρίζω
- εξοργίζω
- δεσμός
- δένω
- δίχτυ
- Αναφλέγω
Nearest Words of disoblige
Definitions and Meaning of disoblige in English
disoblige (v)
to cause inconvenience or discomfort to
ignore someone's wishes
disoblige (v. t.)
To do an act which contravenes the will or desires of; to offend by an act of unkindness or incivility; to displease; to refrain from obliging; to be unaccommodating to.
To release from obligation.
FAQs About the word disoblige
προσβάλω
to cause inconvenience or discomfort to, ignore someone's wishesTo do an act which contravenes the will or desires of; to offend by an act of unkindness or inci
ενοχλώ,ενοχλώ,ενοχλώ,ενοχλώ,Ενόχληση,σβήνω,πρόβλημα,ζυγίζω,επιδεινώνω,οργή
φιλοξενώ,βοήθεια,Βοήθεια,διευκολύνω,χάρη,βοήθεια,υποχρεώνω,υποκινώ,κατευνάζω,ευχαρίστηση
disobligatory => μη δεσμευτικός, disobligation => απαλλαγή από υποχρέωση, disobeying => ανυπακοή, disobeyer => ανυπάκουος, disobeyed => ανυπάκουσε,