Greek Meaning of please
παρακαλω
Other Greek words related to παρακαλω
- διασκεδάζειν
- ευχαρίστηση
- Διασκέδαση
- γιορτή
- χαρούμενος
- ικανοποιώ
- ευχαρίστηση
- χαίρομαι
- ικανοποιώ
- ζεστός
- συμφωνώ (με)
- κατευνάζω
- περιεχόμενο
- Διέγερση
- ευφραίνω
- κατευνάζω
- κοστούμι
- Συναρπαστικό
- γαργάλημα
- ανακουφίζω
- Ήρεμος
- μαγεύω
- γοητεία
- χαϊδεύω
- Άνεση
- αποσπάω
- γαλβανίζω
- αέριο
- χιούμορ
- κακομαθαίνω
- εξευμενίζω
- κατευνάζω
- κακομαθαίνω
- χορτάτος
- χορταίνω
- χαλάω
- θεραπεία
- ικανοποιώ
- επιδεινώνω
- οργή
- ενοχλώ
- ενοχλώ
- Σφάλμα
- σταυρός
- δυσαρέστηση
- ερεθίζω
- πάρει
- ερεθίζω
- ερεθίζω
- Διαταράσσω
- σβήνω
- ενοχλώ
- αναταράζω
- τρίβω
- δυσφορία
- ενοχλώ
- εξοργίζει
- τάστα
- χολή
- Σχάρα
- Παρακώλυση
- Λιβάνι
- φλεγμόνω
- εξοργίζω
- Μάντεν
- προσβάλλω
- Εξοργισμός
- ενοχλώ
- εκνευρίζω
- προκαλώ
- ερεθίζω
- εξοργίζω
- ανακατεύω
- ξυπνήσω
- Ρούχο
- αναστατωμένος
- προσβολή
- Χάρι
- προσβολή
- τσουκνίδα
- εκνευρισμός
- Αναφλέγω
- αχνίζω
Nearest Words of please
Definitions and Meaning of please in English
please (v)
give pleasure to or be pleasing to
be the will of or have the will (to)
give satisfaction
please (r)
used in polite request
please (v. t.)
To give pleasure to; to excite agreeable sensations or emotions in; to make glad; to gratify; to content; to satisfy.
To have or take pleasure in; hence, to choose; to wish; to desire; to will.
To be the will or pleasure of; to seem good to; -- used impersonally.
please (v. i.)
To afford or impart pleasure; to excite agreeable emotions.
To have pleasure; to be willing, as a matter of affording pleasure or showing favor; to vouchsafe; to consent.
FAQs About the word please
παρακαλω
give pleasure to or be pleasing to, be the will of or have the will (to), give satisfaction, used in polite requestTo give pleasure to; to excite agreeable sens
διασκεδάζειν,ευχαρίστηση,Διασκέδαση,γιορτή,χαρούμενος,ικανοποιώ,ευχαρίστηση,χαίρομαι,ικανοποιώ,ζεστός
επιδεινώνω,οργή,ενοχλώ,ενοχλώ,Σφάλμα,σταυρός,δυσαρέστηση,ερεθίζω,πάρει,ερεθίζω
pleasant-tongued => Μέλιγλωσσος, pleasant-tasting => ευχάριστης γεύσης, pleasant-smelling => ευωδιαστό, pleasantry => ευγένεια, pleasantries => ευγενικές φράσεις,