Greek Meaning of pleasure
ευχαρίστηση
Other Greek words related to ευχαρίστηση
- περιεχόμενο
- ικανοποίηση
- ευχαρίστηση
- απόλαυση
- ευτυχία
- χαρά
- ικανοποίηση
- Διασκέδαση
- τέρψη
- χαρά
- ικανοποίηση
- Χαρά
- λιχουδιά
- λυκόφως
- μακαριότητα
- ευθυμία
- Άνεση
- ικανοποίηση
- εκτροπή
- ευκολία
- έκσταση
- ευφορία
- ψυχαγωγία
- ευφορία
- ευφορία
- υπερβολή
- αγαλλίαση
- ευδαιμονία
- χαρά
- Γκλί
- χαρά
- Χαρά
- Αγαλλίαση
- ευχαρίστηση
- έκσταση
- αγωνία
- κατάθλιψη
- δυσαρέσκεια
- δυσαρέσκεια
- δυσαρέσκεια
- δυστυχία
- Λύπη
- Θλίψη
- Δυστυχία
- συμφορά
- δυστυχία
- επιδείνωση
- αναταραχή
- οργή
- Ενόχληση
- απογοήτευση
- ερήμωση
- απογοήτευση
- δυσφορία
- δυσαρέσκεια
- δυσαρέσκεια
- δυσφορία
- διαταραχή
- Εκνευρισμός
- θυμός
- μελαγχολία
- ερεθισμός
- Αχαρά
- μελαγχολία
- οργή
- εκνευρισμός
- απογοήτευση
- εκνευρίζω
- ανησυχία
- ανησυχία
- αναστατωμένος
Nearest Words of pleasure
- pleasure boat => τουριστικό σκάφος
- pleasure craft => Τηλεκατευθυνόμενο όχημα
- pleasure ground => κέντρο αναψυχής
- pleasure principle => Αρχή της ηδονής
- pleasure seeker => Ηδονιστής
- pleasure trip => εκδρομή αναψυχής
- pleasured => ευχαριστημένος
- pleasureful => ευχάριστος
- pleasureless => ανιαρός
- pleasurer => ηδονιστής
Definitions and Meaning of pleasure in English
pleasure (n)
a fundamental feeling that is hard to define but that people desire to experience
something or someone that provides a source of happiness
a formal expression
an activity that affords enjoyment
sexual gratification
pleasure (n.)
The gratification of the senses or of the mind; agreeable sensations or emotions; the excitement, relish, or happiness produced by the expectation or the enjoyment of something good, delightful, or satisfying; -- opposed to pain, sorrow, etc.
Amusement; sport; diversion; self-indulgence; frivolous or dissipating enjoyment; hence, sensual gratification; -- opposed to labor, service, duty, self-denial, etc.
What the will dictates or prefers as gratifying or satisfying; hence, will; choice; wish; purpose.
That which pleases; a favor; a gratification.
pleasure (v. t.)
To give or afford pleasure to; to please; to gratify.
pleasure (v. i.)
To take pleasure; to seek pursue pleasure; as, to go pleasuring.
FAQs About the word pleasure
ευχαρίστηση
a fundamental feeling that is hard to define but that people desire to experience, something or someone that provides a source of happiness, a formal expression
περιεχόμενο,ικανοποίηση,ευχαρίστηση,απόλαυση,ευτυχία,χαρά,ικανοποίηση,Διασκέδαση,τέρψη,χαρά
αγωνία,κατάθλιψη,δυσαρέσκεια,δυσαρέσκεια,δυσαρέσκεια,δυστυχία,Λύπη,Θλίψη,Δυστυχία,συμφορά
pleasurable => ευχάριστος, pleasingness => ευχαρίστηση, pleasingly => ευχάριστα, pleasing => ευχάριστος, pleaser => χαχανούλης,