Greek Meaning of afterglow

λυκόφως

Other Greek words related to λυκόφως

Definitions and Meaning of afterglow in English

Wordnet

afterglow (n)

a glow sometimes seen in the sky after sunset

the pleasure of remembering some pleasant event

FAQs About the word afterglow

λυκόφως

a glow sometimes seen in the sky after sunset, the pleasure of remembering some pleasant event

afterclap,μετασεισμός,κατάληξη,Ηχώ,συνέπειες,υπόνοια,αντίκτυπος,παρενέργεια,Λύση,παρενέργεια

βάση,επειδή,εξέταση,παράγοντας,περίσταση,λόγος,προηγούμενο,βάση,αιτιότητα,θεμέλιο

aftergame => μετά το παιχνίδι, aftereye => δυσμενής συνέπεια, aftereffect => επακόλουθο, after-eatage => Μετά το φαγητό, after-dinner => μετά το δείπνο,