Greek Meaning of aftereffect

επακόλουθο

Other Greek words related to επακόλουθο

Definitions and Meaning of aftereffect in English

Wordnet

aftereffect (n)

any result that follows its cause after an interval

a delayed effect of a drug or therapy

FAQs About the word aftereffect

επακόλουθο

any result that follows its cause after an interval, a delayed effect of a drug or therapy

συνέπεια,αποτέλεσμα,Αποτέλεσμα,Αποτέλεσμα,συνισταμένη,παροπλισμός,Συμπέρασμα,συνέπεια,ανάπτυξη,μοίρα

βάση,επειδή,εξέταση,παράγοντας,περίσταση,λόγος,προηγούμενο,βάση,αιτιότητα,ορίζουσα

after-eatage => Μετά το φαγητό, after-dinner => μετά το δείπνο, afterdeck => Πρύμνη, afterdamp => Μεταναφλεγόμενα αέρια, aftercrop => δεύτερη καλλιέργεια,