Greek Meaning of stimulus

ερέθισμα

Other Greek words related to ερέθισμα

Definitions and Meaning of stimulus in English

Wordnet

stimulus (n)

any stimulating information or event; acts to arouse action

FAQs About the word stimulus

ερέθισμα

any stimulating information or event; acts to arouse action

Ενθάρρυνση,ώθηση,κίνητρο,κίνητρο,ενισχύω,καταλύτης,καύσιμο,παρακινώ,ώθηση,υποκίνηση

αποτρεπτικός παράγοντας,αποτρεπτικό μέτρο

stimulative => διεγερτικό, stimulating => διεγερτικό, stimulated => διεγερμένος, stimulate => διεγείρω, stimulant drug => διεγερτικό,