Greek Meaning of disincentive

αποτρεπτικός παράγοντας

Other Greek words related to αποτρεπτικός παράγοντας

Definitions and Meaning of disincentive in English

Wordnet

disincentive (n)

a negative motivational influence

FAQs About the word disincentive

αποτρεπτικός παράγοντας

a negative motivational influence

αποτρεπτικό μέτρο

Ενθάρρυνση,ώθηση,ώθηση,κίνητρο,ορμή,κίνητρο,πρόκληση,σπιρούνι,διεγερτικό,ερέθισμα

disincarnate => Ασωματοποίητος, disincarcerate => απελευθερώνω, disimprovement => επιδείνωση, disimprove => χειροτερεύω, disimpassioned => απαθής,