Greek Meaning of motive
κίνητρο
Other Greek words related to κίνητρο
- ερώτηση
- μοτίβο
- ερώτηση
- θέμα
- θέμα
- Θέμα
- περιεχόμενο
- Ουσία
- ιδέα
- ζήτημα
- σκοπός
- υπόθεση
- επιχείρημα
- βάση
- σώμα
- χύμα
- Βάρος
- εξέταση
- πυρήν
- μετρώ
- Επικίνδυνο σημείο, κρίσιμος σημείο
- συζήτηση
- ουσιαστικός
- θεμελιώδης
- γενικότητα
- περίληψη
- καρδιά
- πυρήνας
- κύριος
- μυελός
- μάζα
- δίχτυ
- πυρήνας
- Μυελός
- περιστροφή
- σημείο
- σκοπός
- γρήγορος
- συνδετήρας
- θέμα
- Ουσία
- άθροισμα
- θέμα συζήτησης
Nearest Words of motive
- motivator => κίνητρο
- motivative => κινητοποιητικός
- motivational => ενθαρρυντικός
- motivation => κίνητρο
- motivating => παρακινητικό
- motivated => παρακινημένος
- motivate => παρακινεί
- motion-picture show => Κινηματογραφική προβολή
- motion-picture photography => Κινηματογραφική φωτογραφία
- motion-picture film => Ταινία κινηματογράφου
Definitions and Meaning of motive in English
motive (n)
the psychological feature that arouses an organism to action toward a desired goal; the reason for the action; that which gives purpose and direction to behavior
a theme that is repeated or elaborated in a piece of music
a design or figure that consists of recurring shapes or colors, as in architecture or decoration
motive (s)
causing or able to cause motion
impelling to action
motive (n.)
That which moves; a mover.
That which incites to action; anything prompting or exciting to choise, or moving the will; cause; reason; inducement; object.
The theme or subject; a leading phrase or passage which is reproduced and varied through the course of a comor a movement; a short figure, or melodic germ, out of which a whole movement is develpoed. See also Leading motive, under Leading.
That which produces conception, invention, or creation in the mind of the artist in undertaking his subject; the guiding or controlling idea manifested in a work of art, or any part of one.
motive (a.)
Causing motion; having power to move, or tending to move; as, a motive argument; motive power.
motive (v. t.)
To prompt or incite by a motive or motives; to move.
FAQs About the word motive
κίνητρο
the psychological feature that arouses an organism to action toward a desired goal; the reason for the action; that which gives purpose and direction to behavio
ερώτηση,μοτίβο,ερώτηση,θέμα,θέμα,Θέμα,περιεχόμενο,Ουσία,ιδέα,ζήτημα
δίπλα,παρέκβαση,εκδρομή,παρένθεση,εφαπτομένη,επιφώνημα
motivator => κίνητρο, motivative => κινητοποιητικός, motivational => ενθαρρυντικός, motivation => κίνητρο, motivating => παρακινητικό,