Greek Meaning of pivot
περιστροφή
Other Greek words related to περιστροφή
- πυρήν
- Ουσία
- καρδιά
- πυρήνας
- σημείο
- ρίζα
- κατώτατη γραμμή
- Στόχος
- κεντρικό σημείο
- Επικίνδυνο σημείο, κρίσιμος σημείο
- κατεύθυνση
- παρασύρειν
- περίληψη
- βασική ομιλία
- κρέας
- Κρέας και πατάτες
- δίχτυ
- Όζος
- σκλήθρα
- πυρήνας
- Μυελός
- θέμα
- άθροισμα
- σύνολο και ουσία
- τενόρος
- το μακρύ και το κοντό
- θέμα
- σώμα
- περιεχόμενο
- μάθημα
- Υπόθεση
- Πρόταση
- σκοπός
- Ουσία
- Το σύντομο και το μακρύ
- πτυχιακή διατριβή
Nearest Words of pivot
Definitions and Meaning of pivot in English
pivot (n)
the person in a rank around whom the others wheel and maneuver
axis consisting of a short shaft that supports something that turns
the act of turning on (or as if on) a pivot
pivot (v)
turn on a pivot
pivot (n.)
A fixed pin or short axis, on the end of which a wheel or other body turns.
The end of a shaft or arbor which rests and turns in a support; as, the pivot of an arbor in a watch.
Hence, figuratively: A turning point or condition; that on which important results depend; as, the pivot of an enterprise.
The officer or soldier who simply turns in his place whike the company or line moves around him in wheeling; -- called also pivot man.
pivot (v. t.)
To place on a pivot.
FAQs About the word pivot
περιστροφή
the person in a rank around whom the others wheel and maneuver, axis consisting of a short shaft that supports something that turns, the act of turning on (or a
πυρήν,Ουσία,καρδιά,πυρήνας,σημείο,ρίζα,κατώτατη γραμμή,Στόχος,κεντρικό σημείο,Επικίνδυνο σημείο, κρίσιμος σημείο
No antonyms found.
piute => πιούτε, pius xii => Πάπας Πίος ΙΒ΄, pius xi => Πίος ΙΑ', pius x => Πίος Ι', pius vii => Πίος Ζ΄,