Greek Meaning of staple
συνδετήρας
Other Greek words related to συνδετήρας
- σώμα
- χύμα
- αρχηγός
- πυρήν
- κύριος
- Πλειοψηφία
- βάρος
- ποσό
- Πάτος
- βάρος
- Βάρος
- κέντρο
- σύνολο
- Ουσία
- Εστίαση
- καρδιά
- μάζα
- κρέας
- μέση
- φύση
- ρίζα
- Ουσία
- ολόκληρος
- υπόθεση
- σύνολο
- επιχείρημα
- Επικίνδυνο σημείο, κρίσιμος σημείο
- ουσιώδες
- γενικότητα
- βάρος
- κόμβος
- πυρήνας
- μυελός
- ερώτηση
- μοτίβο
- πυρήνας
- Παξιμάδι
- γήπεδο
- σημείο
- κβαντικό
- πεμπτουσία
- Κάθισμα
- ψυχή
- πράγματα
- θέμα
- άθροισμα
- Συνολικό ποσό
- κείμενο
- θέμα
- Θέμα
- συνολικό
- ολότητα
Nearest Words of staple
- staphylococcus => σταφυλόκοκκος
- staphylococci => σταφυλόκοκκοι
- staphylococcal infection => Σταφυλοκοκκική λοίμωξη
- staphylococcal enterotoxin b => Σταφυλοκοκκική εντεροτοξίνη Β
- staphylococcal enterotoxin => Σταφυλοκοκκικές εντεροτοξίνες
- staphylococcal => σταφυλοκοκκικός
- staphylinidae => Σκαθάρια στάφυλων
- staphylea => Σταφύλι
- staphylaceae => Σταφυλάκη
- staph => σταφυλόκοκκος
Definitions and Meaning of staple in English
staple (n)
(usually in the plural) a necessary commodity for which demand is constant
a natural fiber (raw cotton, wool, hemp, flax) that can be twisted to form yarn
material suitable for manufacture or use or finishing
a short U-shaped wire nail for securing cables
paper fastener consisting of a short length of U-shaped wire that can fasten papers together
staple (v)
secure or fasten with a staple or staples
staple (s)
necessary or important, especially regarding food or commodities
FAQs About the word staple
συνδετήρας
(usually in the plural) a necessary commodity for which demand is constant, a natural fiber (raw cotton, wool, hemp, flax) that can be twisted to form yarn, mat
σώμα,χύμα,αρχηγός,πυρήν,κύριος,Πλειοψηφία,βάρος,ποσό,Πάτος,βάρος
Αξεσουάρ,επιπρόσθετος,συνιστώσα,Στοιχείο,επέκταση,συστατικό,μέρος,ενότητα,αξεσουάρ,προσάρτημα
staphylococcus => σταφυλόκοκκος, staphylococci => σταφυλόκοκκοι, staphylococcal infection => Σταφυλοκοκκική λοίμωξη, staphylococcal enterotoxin b => Σταφυλοκοκκική εντεροτοξίνη Β, staphylococcal enterotoxin => Σταφυλοκοκκικές εντεροτοξίνες,