Greek Meaning of appendage
προσάρτημα
Other Greek words related to προσάρτημα
- Αξεσουάρ
- συσκευές
- επιλογή
- αξεσουάρ
- Εξάρτημα
- αξεσουάρ
- προσαρμογέας
- προσαρμογέας
- προσθήκη
- πρόσθετο
- επιπρόσθετος
- συνημμένο αρχείο
- βελτίωση
- εξοπλισμός
- Συνοδεία
- Κόσμημα
- Ανέσεις
- Εξαρτήματα
- βοηθητικός
- συμπλήρωμα
- διακόσμηση
- μικροπράγμα
- διακόσμηση
- κέντημα
- επιπλέον
- Πλήρωση
- φουντωτό
- έπιπλα
- Γαρνιτούρα
- τυχαίο
- πολυτέλεια
- μη ουσιώδης
- διακόσμηση
- Εξοπλισμός
- θυγατρική εταιρεία
- συμπλήρωμα
- στολίδια
- Διακόσμηση
- Κοπή
Nearest Words of appendage
Definitions and Meaning of appendage in English
appendage (n)
an external body part that projects from the body
a natural prolongation or projection from a part of an organism either animal or plant
a part that is joined to something larger
appendage (n.)
Something appended to, or accompanying, a principal or greater thing, though not necessary to it, as a portico to a house.
A subordinate or subsidiary part or organ; an external organ or limb, esp. of the articulates.
FAQs About the word appendage
προσάρτημα
an external body part that projects from the body, a natural prolongation or projection from a part of an organism either animal or plant, a part that is joined
Αξεσουάρ,συσκευές,επιλογή,αξεσουάρ,Εξάρτημα,αξεσουάρ,προσαρμογέας,προσαρμογέας,προσθήκη,πρόσθετο
ουσιαστικός,ανάγκη,απαίτηση,προϋπόθεση
append => Προσάρτημα, appenage => προσάρτημα, appellor => ο εκκαλών, appellee => εναγόμενος, appellatory => εφεσιβαλε,