Greek Meaning of accessary
αξεσουάρ
Other Greek words related to αξεσουάρ
- Εξάρτημα
- αξεσουάρ
- προσαρμογέας
- προσαρμογέας
- προσθήκη
- προσάρτημα
- συσκευές
- συνημμένο αρχείο
- διακόσμηση
- εξοπλισμός
- επιλογή
- Συνοδεία
- πρόσθετο
- επιπρόσθετος
- Κόσμημα
- συμπλήρωμα
- κέντημα
- βελτίωση
- έπιπλα
- πολυτέλεια
- διακόσμηση
- θυγατρική εταιρεία
- Ανέσεις
- Εξαρτήματα
- βοηθητικός
- Καμπάνες και σφυρίχτρες
- μικροπράγμα
- διακόσμηση
- επιπλέον
- Πλήρωση
- φουντωτό
- Γαρνιτούρα
- ρούχο (α)
- τυχαίο
- μη ουσιώδης
- περιττότητα
- Εξοπλισμός
- συμπλήρωμα
- στολίδια
- Διακόσμηση
- Κοπή
Nearest Words of accessary
Definitions and Meaning of accessary in English
accessary (n)
someone who helps another person commit a crime
accessary (s)
aiding and abetting in a crime
accessary (a.)
Accompanying, as a subordinate; additional; accessory; esp., uniting in, or contributing to, a crime, but not as chief actor. See Accessory.
accessary (n.)
One who, not being present, contributes as an assistant or instigator to the commission of an offense.
FAQs About the word accessary
αξεσουάρ
someone who helps another person commit a crime, aiding and abetting in a crimeAccompanying, as a subordinate; additional; accessory; esp., uniting in, or contr
Εξάρτημα,αξεσουάρ,προσαρμογέας,προσαρμογέας,προσθήκη,προσάρτημα,συσκευές,συνημμένο αρχείο,διακόσμηση,εξοπλισμός
ουσιαστικός,ανάγκη,απαίτηση,προϋπόθεση
accessariness => προσβασιμότητα, accessarily => Αναγκαστικά, accessaries => αξεσουάρ, access time => Χρόνος πρόσβασης (Access time), access road => Δρόμος πρόσβασης,