FAQs About the word accessional

παρεπόμενος

of or constituting an accessionPertaining to accession; additional.

απόκτηση,επίτευγμα,απόκτηση,απόκτηση,Επίτευξη

εκφόρτιση,απόλυση,απέλαση,απόρριψη,αφαίρεση,Έκρηξη,καθαίρεση

accession => προσχώρηση, accessibly => προσβάσιμος, accessible => Προσβάσιμο, accessibility => Προσβασιμότητα, accessary => αξεσουάρ,