Greek Meaning of accessional
παρεπόμενος
Other Greek words related to παρεπόμενος
Nearest Words of accessional
- accessive => υπερβολικός
- accessorial => επιμέρους
- accessories => αξεσουάρ
- accessorily => παρεμπιπτόντως
- accessoriness => αξεσουάρ
- accessory => Αξεσουάρ
- accessory after the fact => Συνένοχος εκ των υστέρων
- accessory before the fact => Συνένοχος προ του εγκλήματος
- accessory cephalic vein => Βοηθητική κεφαλική φλέβα
- accessory during the fact => Συνένοχος
Definitions and Meaning of accessional in English
accessional (a)
of or constituting an accession
accessional (a.)
Pertaining to accession; additional.
FAQs About the word accessional
παρεπόμενος
of or constituting an accessionPertaining to accession; additional.
απόκτηση,επίτευγμα,απόκτηση,απόκτηση,Επίτευξη
εκφόρτιση,απόλυση,απέλαση,απόρριψη,αφαίρεση,Έκρηξη,καθαίρεση
accession => προσχώρηση, accessibly => προσβάσιμος, accessible => Προσβάσιμο, accessibility => Προσβασιμότητα, accessary => αξεσουάρ,