Greek Meaning of accessibility

Προσβασιμότητα

Other Greek words related to Προσβασιμότητα

Definitions and Meaning of accessibility in English

Wordnet

accessibility (n)

the quality of being at hand when needed

the attribute of being easy to meet or deal with

Webster

accessibility (n.)

The quality of being accessible, or of admitting approach; receptibility.

FAQs About the word accessibility

Προσβασιμότητα

the quality of being at hand when needed, the attribute of being easy to meet or deal withThe quality of being accessible, or of admitting approach; receptibili

Εφικτότητα,διαθεσιμότητα,διαθεσιμότητα,δυνατότητα απόκτησης,σαφήνεια,ανοιχτότητα,κενότητα,κενή θέση,κενότητα

πληρότης,πληρότητα,απροσβασιμότητα,μη διαθεσιμότητα,Απροσπελασιμότητα

accessary => αξεσουάρ, accessariness => προσβασιμότητα, accessarily => Αναγκαστικά, accessaries => αξεσουάρ, access time => Χρόνος πρόσβασης (Access time),