Greek Meaning of fulness
πληρότητα
Other Greek words related to πληρότητα
Nearest Words of fulness
Definitions and Meaning of fulness in English
fulness
at some point, the quality or state of being full
FAQs About the word fulness
πληρότητα
at some point, the quality or state of being full
Πληρότητα,σύνολο,τελειότητα,ολότητα,απόλυτοτητα,ολότητα,εκτατικός,υγεία,all-inclusive,πληρότητα
ατέλεια,ανεπάρκεια,ατελής,ασθένεια,ατέλεια,στενότητα,ανεπάρκεια,περιορισμός,Ανισότητα,σκίτσο
fulminations => βροντές, fulminating (against) => εναντίον, fulminates => εκρήγνυται, fulminated (against) => εξοργισμένος (ενάντια), fulminate (against) => Καταγγέλλω (κατά),