Greek Meaning of limitedness

περιορισμός

Other Greek words related to περιορισμός

Definitions and Meaning of limitedness in English

Webster

limitedness (n.)

The quality of being limited.

FAQs About the word limitedness

περιορισμός

The quality of being limited.

στενότητα,Ανισότητα,ατέλεια,ανεπάρκεια,ανεπάρκεια,ατελής,σκίτσο,ασθένεια,ατέλεια

απόλυτοτητα,Πληρότητα,σύνολο,πληρότης,τελειότητα,τελειότητα,ολότητα,πληρότητα,ολότητα,εξαντλητικότητα

limitedly => περιορισμένα, limited war => Περιορισμένος πόλεμος, limited review => Περιορισμένη αναθεώρηση, limited liability => περιορισμένη ευθύνη, limited edition => Περιορισμένη έκδοση,