Greek Meaning of limiter
περιοριστής
Other Greek words related to περιοριστής
Nearest Words of limiter
- limitedness => περιορισμός
- limitedly => περιορισμένα
- limited war => Περιορισμένος πόλεμος
- limited review => Περιορισμένη αναθεώρηση
- limited liability => περιορισμένη ευθύνη
- limited edition => Περιορισμένη έκδοση
- limited company => Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης
- limited audit => Περιορισμένος έλεγχος
- limited => περιορισμένος
- limitation => περιορισμός
Definitions and Meaning of limiter in English
limiter (n)
(electronics) a nonlinear electronic circuit whose output is limited in amplitude; used to limit the instantaneous amplitude of a waveform (to clip off the peaks of a waveform)
limiter (n.)
One who, or that which, limits.
A friar licensed to beg within certain bounds, or whose duty was limited to a certain district.
FAQs About the word limiter
περιοριστής
(electronics) a nonlinear electronic circuit whose output is limited in amplitude; used to limit the instantaneous amplitude of a waveform (to clip off the peak
περιορίζω,καπέλο,περιγράφω,περιορίζω,εμποδίζω,κρατήστε πατημένο,σφίγγω,μπάρα,μπλοκ,συσφίγγω
Υπερβαίνω,διευρύνω,επεκτείνω,διευρύνω,υπερεκτείνω,Υπερβαίνω
limitedness => περιορισμός, limitedly => περιορισμένα, limited war => Περιορισμένος πόλεμος, limited review => Περιορισμένη αναθεώρηση, limited liability => περιορισμένη ευθύνη,