Greek Meaning of limited war

Περιορισμένος πόλεμος

Other Greek words related to Περιορισμένος πόλεμος

Definitions and Meaning of limited war in English

Wordnet

limited war (n)

a war whose objective is less than the unconditional defeat of the enemy

FAQs About the word limited war

Περιορισμένος πόλεμος

a war whose objective is less than the unconditional defeat of the enemy

εμφύλιος πόλεμος,Ψυχρός Πόλεμος,Ιερός πόλεμος,αστυνομική δράση,Παγκόσμιος Πόλεμος,Πυρκαγιά,σύγκρουση,εχθροπραξίες,Θερμός πόλεμος,Πόλεμος

αποστράτευση,Αφοπλισμός,Ειρήνη,Ήρεμος,αποστρατικοποίηση,Ειρήνευση,ηρεμία,Εκεχειρία,κατάπαυση του πυρός,γαλήνη

limited review => Περιορισμένη αναθεώρηση, limited liability => περιορισμένη ευθύνη, limited edition => Περιορισμένη έκδοση, limited company => Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης, limited audit => Περιορισμένος έλεγχος,