Greek Meaning of world war

Παγκόσμιος Πόλεμος

Other Greek words related to Παγκόσμιος Πόλεμος

Definitions and Meaning of world war in English

Wordnet

world war (n)

a war in which the major nations of the world are involved

FAQs About the word world war

Παγκόσμιος Πόλεμος

a war in which the major nations of the world are involved

εμφύλιος πόλεμος,Ψυχρός Πόλεμος,Ιερός πόλεμος,Περιορισμένος πόλεμος,αστυνομική δράση,Πυρκαγιά,σύγκρουση,εχθροπραξίες,Θερμός πόλεμος,Πόλεμος

αποστράτευση,Αφοπλισμός,Ειρήνη,αποστρατικοποίηση,Ειρήνευση,Εκεχειρία,Ήρεμος,κατάπαυση του πυρός,γαλήνη,γαλήνη

world view => Κοσμοθεωρία, world traveler => Παγκόσμιος ταξιδιώτης, world trade organization => Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, world trade center => Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, world tamil movement => Παγκόσμιο Ταμιλικό Κίνημα,