Greek Meaning of worldling
κοσμικός
Other Greek words related to κοσμικός
Nearest Words of worldling
- worldliness => εγκοσμιότητα
- world-class => παγκόσμιας κλάσης
- world-beater => παγκόσμιος πρωταθλητής
- world wide web => Παγκόσμιος Ιστός
- world war ii => Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
- world war i => Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
- world war 2 => Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
- world war 1 => Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
- world war => Παγκόσμιος Πόλεμος
- world view => Κοσμοθεωρία
- worldly => κοσμικός
- worldly belongings => Κοσμικά αγαθά
- worldly concern => κοσμικό ενδιαφέρον
- worldly good => Κοσμικά αγαθά
- worldly goods => Κοσμικά αγαθά
- worldly possession => Κοσμικά αγαθά
- worldly possessions => υλικά αγαθά
- worldly-minded => κοσμικός
- worldlywise => έμπειρος
- worldly-wise => Έμπειρος
Definitions and Meaning of worldling in English
worldling (n)
a person absorbed by the concerns and interests and pleasures of the present world
an inhabitant of the earth
worldling ()
A person whose soul is set upon gaining temporal possessions; one devoted to this world and its enjoyments.
FAQs About the word worldling
κοσμικός
a person absorbed by the concerns and interests and pleasures of the present world, an inhabitant of the earthA person whose soul is set upon gaining temporal p
κοσμοπολίτης,Κοσμοπολίτης,μητροπολίτης,εκλεπτυσμένος,Πολίτης,αδιάβροχο,Αστός, Αστού
αμόρφωτος,επαρχιακός,χωριάτης,ρουστίκ,χωριάτης
worldliness => εγκοσμιότητα, world-class => παγκόσμιας κλάσης, world-beater => παγκόσμιος πρωταθλητής, world wide web => Παγκόσμιος Ιστός, world war ii => Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος,