Greek Meaning of worldlywise

έμπειρος

Other Greek words related to έμπειρος

Definitions and Meaning of worldlywise in English

Webster

worldlywise (a.)

Wise in regard to things of this world.

FAQs About the word worldlywise

έμπειρος

Wise in regard to things of this world.

κοσμοπολίτης,εκλεπτυσμένος,κοσμικός,βαρετό,πολιτισμένος,μορφωμένος,κυνικός,έμπειρος,γυαλισμένο,πραγματιστής

άπειρος,Πράσινο,αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος,άπειρος,αφελής,αθώος,αφελης,ενοριακός,επαρχιακός,Ωμός

worldly-minded => κοσμικός, worldly possessions => υλικά αγαθά, worldly possession => Κοσμικά αγαθά, worldly goods => Κοσμικά αγαθά, worldly good => Κοσμικά αγαθά,