Greek Meaning of pragmatical

πρακτικός

Other Greek words related to πρακτικός

Definitions and Meaning of pragmatical in English

Wordnet

pragmatical (a)

of or concerning the theory of pragmatism

Wordnet

pragmatical (s)

concerned with practical matters

FAQs About the word pragmatical

πρακτικός

of or concerning the theory of pragmatism, concerned with practical matters

λογικός,Πρακτικός,ρεαλιστικός,ε разумный,κυνικός,προσγειωμένος,γήινος,πεισματάρης,Γεγονός,λογικός

Γαλάζιος ουρανός,Φαντασιώδης,Φανταστικός,ιδεαλιστής,φανταστικός,Ανέφικτο,αισιόδοξος,Ρομαντικός,Συναισθηματικός,μη ρεαλιστικό

pragmatic sanction => Πραγματική κύρωση, pragmatic => πραγματιστής, prag => Πράγα, praetorship => πραίτωρ, praetorium => πραιτώριο,