Greek Meaning of no-nonsense
πρακτικός
Other Greek words related to πρακτικός
- αστείος
- κωμικός
- ειρωνικός
- αναποδογυρίζω
- ανέμελος
- αστείο
- Αστείος
- χιουμοριστικό
- υστερικός
- αστείος, ειρωνικός
- αστειευόμενος
- φως
- παιχνιδιάρικο
- θορυβώδης
- παράλογο
- αντίκα
- αστείος
- φαρσικός
- επιπόλαιος
- φρίβολος
- ανοησυ
- υστερικός
- τρελός
- αστείο
- γατίσιο
- αστείος
- ανέμελος
- παιχνιδιάρικος
- παιδαριώδης
- Γελοίος
- αφηρημένος
- φωνάζω
- θορυβώδης
- τρελός
- γαϊδουρινό
- χλιαρός
- ανόητος
- στραβός
- τρελός
- κούκος
- κουκκιδωτός
- ανόητος
- σπασμωδικός
- παράξενος
- Ζάλη
- τρελός
- τρελός
- τρελός
- ανοησία
- τρελός
- γελοίο
- δακρύβρεχτος
- κλώνος
- ανόητος
- που σκίζει τα πλευρά
- ανόητος
- τρελός
- ασθενής
- περίεργος
- Τρελός
Nearest Words of no-nonsense
- nonone => nonone
- nonoic => Νονανικό οξύ
- nonoccurrence => μη εμφάνιση
- nonobservant => απρόσεκτος
- nonobservance => μη τήρηση
- nonobligatory => μη δεσμευτικός
- nonobjective => μη αντικειμενικός
- nonobedience => -
- nonny => nonny
- non-nucleoside reverse transcriptase inhibitor => Μη νουκλεοσιδικός αναστολέας της ανάστροφης μεταγραφάσης
- nonopening => μη ανοιγόμενος
- nonoperational => εκτός λειτουργίας
- nonoscillatory => μη ταλαντευόμενη
- nonoxygenous => μη οξυγονώδης
- nonparallel => μη παράλληλος
- nonparametric => μη παραμετρικός
- nonparametric statistic => Μη παραμετρική στατιστική
- nonparametric statistics => Μη παραμετρική στατιστική
- nonparasitic => μη παρασιτικός
- nonpareil => απαράμιλλος
Definitions and Meaning of no-nonsense in English
no-nonsense (s)
not tolerating irrelevancies
FAQs About the word no-nonsense
πρακτικός
not tolerating irrelevancies
σοβαρός,επαγγελματίας,σοβαρός,επίσημος,πρύμνη,Επιχειρηματικός,εξαίρετος,σκληρός,χωρίς χιούμορ,σκυθρωπό πρόσωπο
αστείος,κωμικός,ειρωνικός,αναποδογυρίζω,ανέμελος,αστείο,Αστείος,χιουμοριστικό,υστερικός,αστείος, ειρωνικός
nonone => nonone, nonoic => Νονανικό οξύ, nonoccurrence => μη εμφάνιση, nonobservant => απρόσεκτος, nonobservance => μη τήρηση,