Greek Meaning of senseless
ανόητος
Other Greek words related to ανόητος
Nearest Words of senseless
- senseful => λογικός
- sensed => αντιληφθεί
- sense tagger => Ετικετοποιός των αισθήσεων
- sense organ => Αισθητήριο όργανο
- sense of touch => αφή
- sense of the meeting => αίσθηση της συνάντησης
- sense of taste => Γεύση
- sense of smell => όσφρηση
- sense of shame => Αίσθημα ντροπής
- sense of right and wrong => Αίσθηση του δικαίου και του αδίκου
Definitions and Meaning of senseless in English
senseless (s)
not marked by the use of reason
unresponsive to stimulation
serving no useful purpose; having no excuse for being
(of especially persons) lacking sense or understanding or judgment
senseless (a.)
Destitute of, deficient in, or contrary to, sense; without sensibility or feeling; unconscious; stupid; foolish; unwise; unreasonable.
FAQs About the word senseless
ανόητος
not marked by the use of reason, unresponsive to stimulation, serving no useful purpose; having no excuse for being, (of especially persons) lacking sense or un
Αναίσθητος,κρύος,αναίσθητος,αναισθητοποιημένος,κατέρρευσε,ημι-συνειδητός
ενήμερος,συνειδητός,πάνω,συναγερμός,ξύπνιος,αναζωογονημένος,αναβίωσε
senseful => λογικός, sensed => αντιληφθεί, sense tagger => Ετικετοποιός των αισθήσεων, sense organ => Αισθητήριο όργανο, sense of touch => αφή,