Greek Meaning of hysterical
υστερικός
Other Greek words related to υστερικός
- αστείος
- Διασκεδαστικό
- αστείο
- Αστείος
- χιουμοριστικό
- φωνάζω
- αντίκα
- αστείος
- κωμικός
- αστείος
- φαρσικός
- χιουμοριστικός
- αστείος
- γελαστός
- χαρούμενος
- παιχνιδιάρικο
- θορυβώδης
- Γελοίος
- που σκίζει τα πλευρά
- θορυβώδης
- έξυπνος
- αστείος
- κωμικός
- κατασκήνωση
- γελοίος
- παραπλανητικό
- ειρωνικός
- αναποδογυρίζω
- ανέμελος
- χαρούμενος
- αστείος
- αστείος, ειρωνικός
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- κωμικός
- τρελός
- χαρούμενος
- θρασύς
- Ανεκτίμητος
- πλούσιος
- Σλάπστικ
- έξυπνος
- σκανδαλιάρης
- Καприτσιόζος
- ειρωνικός
- τρελός
- αστείος
- γελωτοποιός
- κωμικοτραγικός
- άτακτος
- Εύστροφος
- πονηρός
- σοβαρός
- τάφος
- χωρίς χιούμορ
- χωλός
- σοβαρός
- σοβαρός
- νηφάλιος
- επίσημος
- σκοτεινός
- σκοτεινός
- σοβαρός
- τραγικός
- άχαρο
- αδιάφορος
- επηρεάζοντας
- θλιβερός
- μετακινούμενο
- πρακτικός
- συγκινητικός
- λυπημένος
- σιωπηλός
- λυπημένος
- δακρύβρεχτος
- συγκινητικός
- τραγικός
- χιουμοριστικός
- ανέκφραστος
- βαρύς
- μη αστείο
- ψύχραιμοs
- δακρυβρεχής
- σοβαροφανής
- θλιβερός
Nearest Words of hysterical
- hysterical neurosis => Υστερική νεύρωση
- hysterically => υστερικά
- hysterics => υστερία
- hysterocatalepsy => Υστεροκαταληψία
- hysteroepilepsy => υστεροεπιληψία
- hysterogenic => υστερικός
- hysterology => υστερολογία
- hysteron proteron => hysteron proteron
- hysterophyte => υστερόφυτον
- hysterosalpingogram => Υστεροσαλπιγγογραφία
Definitions and Meaning of hysterical in English
hysterical (s)
characterized by or arising from psychoneurotic hysteria
marked by excessive or uncontrollable emotion
hysterical (a.)
Of or pertaining to hysteria; affected, or troubled, with hysterics; convulsive, fitful.
FAQs About the word hysterical
υστερικός
characterized by or arising from psychoneurotic hysteria, marked by excessive or uncontrollable emotionOf or pertaining to hysteria; affected, or troubled, with
αστείος,Διασκεδαστικό,αστείο,Αστείος,χιουμοριστικό,φωνάζω,αντίκα,αστείος,κωμικός,αστείος
σοβαρός,τάφος,χωρίς χιούμορ,χωλός,σοβαρός,σοβαρός,νηφάλιος,επίσημος,σκοτεινός,σκοτεινός
hysteric => υστερικός, hysteria => υστερία, hysteretic => υστερητικός, hysteresis => υστέρηση, hysterectomy => υστερεκτομή,