Greek Meaning of comedic

κωμικός

Other Greek words related to κωμικός

Definitions and Meaning of comedic in English

comedic

comical sense 2, of or relating to comedy

FAQs About the word comedic

κωμικός

comical sense 2, of or relating to comedy

αστείος,αστείος,κωμικός,αστείο,χιουμοριστικό,αντίκα,αστείος,Διασκεδαστικό,φαρσικός,Αστείος

σοβαρός,τάφος,χωρίς χιούμορ,χωλός,σιωπηλός,σοβαρός,σοβαρός,επίσημος,σκοτεινός,σκοτεινός

comedians => κωμικοί, come up with => σκέφτομαι, come up empty => έρχομαι με άδεια χέρια, come to pass => πραγματοποιώ, come to grips with => αντιμετωπίζω,