Greek Meaning of lame
χωλός
Other Greek words related to χωλός
- φτηνός
- μέση τιμή
- βρώμικο
- θλιβερός
- Εξευτελιστικός
- κακός
- θλιβερό
- άτιμος
- βρώμικος
- χάλια
- ευτελής
- θλιβερός
- φθαρμένος
- ψωριασικός
- σιχαμερός
- σκορβούτο
- κλεφτό
- συγγνώμη
- φαύλος
- αποτρόπαιος
- αποτρόπαιος
- βάση
- άξιος μομφής
- καταδικαστέος
- Δειλός
- δειλός
- ατιμωτικός
- ντροπιαστικός
- Άτιμος
- ύποπτος
- αποτρόπαιος
- άτιμος
- ταπεινωτικός
- αποκρουστικός
- Χαμηλός
- κατακριτέος
- ερπετό
- αποκρουστικός
- απωθητικός
- αποκρουστικός
- αποκρουστικός
- φθαρμένος
- βρώμικος
- άθλιος
- ανήθικος
- Ασυνείδητος
- Αδίστακτος
- κατακριτέος
Nearest Words of lame
Definitions and Meaning of lame in English
lame (n)
someone who doesn't understand what is going on
a fabric interwoven with threads of metal
lame (v)
deprive of the use of a limb, especially a leg
lame (s)
pathetically lacking in force or effectiveness
disabled in the feet or legs
lame (superl.)
Moving with pain or difficulty on account of injury, defect, or temporary obstruction of a function; as, a lame leg, arm, or muscle.
To some degree disabled by reason of the imperfect action of a limb; crippled; as, a lame man.
Hence, hobbling; limping; inefficient; imperfect.
lame (v. t.)
To make lame.
FAQs About the word lame
χωλός
someone who doesn't understand what is going on, a fabric interwoven with threads of metal, deprive of the use of a limb, especially a leg, pathetically lacking
φτηνός,μέση τιμή,βρώμικο,θλιβερός,Εξευτελιστικός,κακός,θλιβερό,άτιμος,βρώμικος,χάλια
θαυμαστός,αξιέπαινος,αξιόπιστος,ειλικρινής,έντιμος,αξιέπαινος,άξιος επαίνου,ευγενής,αξιέπαινος,ηθικός
lamdoidal => Λαμβδοειδής, lamb's-quarters => βλίτο, lamb's-quarter => Ατρίπλη (atriple), lambskinnet => δέρμα αρνιού, lambskin => δέρμα αρνιού,