Greek Meaning of redoubtable

τρομερός

Other Greek words related to τρομερός

Definitions and Meaning of redoubtable in English

Wordnet

redoubtable (s)

inspiring fear

worthy of respect or honor

Webster

redoubtable (a.)

Formidable; dread; terrible to foes; as, a redoubtable hero; hence, valiant; -- often in contempt or burlesque.

FAQs About the word redoubtable

τρομερός

inspiring fear, worthy of respect or honorFormidable; dread; terrible to foes; as, a redoubtable hero; hence, valiant; -- often in contempt or burlesque.

φοβερός,τρομακτικό,τρομακτικός,τρομακτικός,ανησυχητικός,φόβος,φοβερός,φοβισμένος,φοβερός,τρομερός

καταπραϋντικός,ελπιδοφόρος,παρηγορητικός,ελκυστικό ,κατευναστικός,καθησυχαστικός,χαλαρωτικό,κατευναστικός,καταπραϋντικό,χαλαρωτικό

redoubt => προμαχώνας, redoubled => Διπλασιάστηκε, redouble => διπλασιάζω, red-orange => Κόκκινο-πορτοκαλί, redonda => Νήσος Ρενόντα,