Greek Meaning of redounding
Αποκαλώντας
Other Greek words related to Αποκαλώντας
Nearest Words of redounding
Definitions and Meaning of redounding in English
redounding (p. pr. & vb. n.)
of Redound
FAQs About the word redounding
Αποκαλώντας
of Redound
Αποτέλεσμα,Υποκριτική,επηρεάζοντας,συμπεριφερόμενο,επιδραστικός,λειτουργική,Πανοραμική λήψη,αποδίδει,αντιδρώντας,απάντηση
Αντιστροφή πυροδότησης,σιγοβράζω
redounded => επέστρεψε, redound => καταλήγω, redoubting => αμφισβητώντας, redoubted => φοβερός, redoubtable => τρομερός,