Greek Meaning of behaving

συμπεριφερόμενο

Other Greek words related to συμπεριφερόμενο

Definitions and Meaning of behaving in English

Webster

behaving (p. pr. & vb. n.)

of Behave

FAQs About the word behaving

συμπεριφερόμενο

of Behave

συμπεριφέρεται,υπάκουος,οργανωμένος,συμμορφούμενος,συγκαταβατικός,συμβατός,προσεκτικός,Σωστό,ευγενικός,ευπρεπής

κακός,αντίθετος,προκλητικός,αγενής,περιπλανώμενος,ακατάλληλος,Κακός,σκανταλιάρης,άτακτος,ανυπάκουος

behaved => συμπεριφέρεται, behave => συμπεριφέρομαι, behappen => συμβαίνει, behalf => εκ μέρους, begun => άρχισε,