Greek Meaning of behavioral
συμπεριφορικός
Other Greek words related to συμπεριφορικός
- στάση
- συμπεριφορά
- ενέργειες
- διεύθυνση
- ρουλεμάν
- χαρακτηριστικός
- συμπεριφορά
- συμπεριφορά
- συμπεριφορά
- Τρόποι
- παρουσία
- χαρακτηριστικό
- μανιέρα
- αέρας
- Ανέσεις
- πτυχή
- χαρακτηριστικό
- άμαξα
- Ευγένεια
- σύμβαση
- ευγένεια
- συνήθεια
- decorum
- διακριτότητα
- Εθιμοτυπία
- μόδα
- φόρμα
- formalite
- κίνηση
- συνήθεια
- κοίτα
- Φυσιογνωμία
- λειτουργία
- ηθη
- μοτίβο
- ιδιαιτερότητα
- ηρεμία
- ευγένεια
- Πόζα
- στάση
- Πρακτική
- εξάσκηση
- πρωτόκολλο
- μοναδικότητα
- περιέργεια
- στυλ
- τέχνασμα
- μοναδικότητα
- περίεργος
- ιδιότητες
- κανόνες
Nearest Words of behavioral
- behaviorism => συμπεριφορισμός
- behaviorist => Συμπεριφοριστής
- behavioristic => behavioristicέ
- behavioristic psychology => Συμπεριφοριστική ψυχολογία
- behaviour => συμπεριφορά
- behavioural => συµπεριφορικός
- behaviourism => συμπεριφορισμός
- behaviourist => συμπεριφοριστής
- behaviouristic => συμπεριφοριστικός
- behaviouristic psychology => Συμπεριφορισμός
Definitions and Meaning of behavioral in English
behavioral (a)
of or relating to behavior
FAQs About the word behavioral
συμπεριφορικός
of or relating to behavior
στάση,συμπεριφορά,ενέργειες,διεύθυνση,ρουλεμάν,χαρακτηριστικός,συμπεριφορά,συμπεριφορά,συμπεριφορά,Τρόποι
No antonyms found.
behavior therapy => Συμπεριφορική θεραπεία, behavior modification => Τροποποίηση συμπεριφοράς, behavior => συμπεριφορά, behaving => συμπεριφερόμενο, behaved => συμπεριφέρεται,