Greek Meaning of trait

χαρακτηριστικό

Other Greek words related to χαρακτηριστικό

Definitions and Meaning of trait in English

Wordnet

trait (n)

a distinguishing feature of your personal nature

Webster

trait (v.)

A stroke; a touch.

A distinguishing or marked feature; a peculiarity; as, a trait of character.

FAQs About the word trait

χαρακτηριστικό

a distinguishing feature of your personal natureA stroke; a touch., A distinguishing or marked feature; a peculiarity; as, a trait of character.

χαρακτηριστικό,απόδοση,χαρακτηριστικός,χαρακτηριστικό,ποιότητα,αγάπη,Χαρακτήρας,Κριτήριο,δακτυλικό αποτύπωμα,χαρακτηριστικό

No antonyms found.

trais => Τρεις, traipse => περιφέρω, trainy => Εκπαιδευμένο, trainmaster => προϊστάμενος σιδηροδρομικού σταθμού, trainman => σιδηροδρομικός,