Greek Meaning of attribution
απόδοση
Other Greek words related to απόδοση
- χαρακτηριστικό
- χαρακτηριστικός
- Κριτήριο
- χαρακτηριστικό
- ποιότητα
- χαρακτηριστικό
- αγάπη
- Χαρακτήρας
- δακτυλικό αποτύπωμα
- χαρακτηριστικό
- Ένδειξη
- Σήμα
- δείκτης
- σημείωση
- Ιδιαιτερότητα
- ιδιαιτερότητα
- σημείο
- ιδιοκτησία
- Σημάδι
- συγκεκριμένος
- Γραμματόσημο
- σύμβολο
- αγγίζω
- σήμα
- γοητεία
- διαγνωστικός
- διαφοροποίηση
- Εκκεντρικότητα
- έμβλημα
- αριστεία
- χάρις
- ατομικότητα
- αξία
- μοναδικότητα
- διακριτικό
- μοναδικότητα
- αρετή
Nearest Words of attribution
Definitions and Meaning of attribution in English
attribution (n)
assigning some quality or character to a person or thing
assigning to a cause or source
attribution (n.)
The act of attributing or ascribing, as a quality, character, or function, to a thing or person, an effect to a cause.
That which is ascribed or attributed.
FAQs About the word attribution
απόδοση
assigning some quality or character to a person or thing, assigning to a cause or sourceThe act of attributing or ascribing, as a quality, character, or functio
χαρακτηριστικό,χαρακτηριστικός,Κριτήριο,χαρακτηριστικό,ποιότητα,χαρακτηριστικό,αγάπη,Χαρακτήρας,δακτυλικό αποτύπωμα,χαρακτηριστικό
No antonyms found.
attributing => αποδίδοντας, attributed => αποδιδόμενος, attribute => χαρακτηριστικό, attributable => αποδιδόμενος, attrectation => έλξη,