Greek Meaning of attrap
Αιχμαλωτίζω
Other Greek words related to Αιχμαλωτίζω
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of attrap
- attrahent => ελκυστικό
- attractor => ελκυστής
- attractivity => Ελκυστικότητα
- attractiveness => ελκυστικότητα
- attractively => ελκυστικά
- attractive nuisance => Ελκυστική ενόχληση
- attractive force => ελκτική δύναμη
- attractive feature => Ελκυστικό χαρακτηριστικό
- attractive => ελκυστικός
- attraction sphere => Σφαίρα έλξης
- attrectation => έλξη
- attributable => αποδιδόμενος
- attribute => χαρακτηριστικό
- attributed => αποδιδόμενος
- attributing => αποδίδοντας
- attribution => απόδοση
- attributive => αποδοτικός
- attributive genitive => Γενική δοτική
- attributive genitive case => Γεniτική προσδιορισμού
- attributively => επιρρηματικά
Definitions and Meaning of attrap in English
attrap (v. t.)
To entrap; to insnare.
To adorn with trapping; to array.
FAQs About the word attrap
Αιχμαλωτίζω
To entrap; to insnare., To adorn with trapping; to array.
No synonyms found.
No antonyms found.
attrahent => ελκυστικό, attractor => ελκυστής, attractivity => Ελκυστικότητα, attractiveness => ελκυστικότητα, attractively => ελκυστικά,