Greek Meaning of attractive
ελκυστικός
Other Greek words related to ελκυστικός
- ελκυστικός
- χαρισματικός
- γοητευτικός
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- μαγευτικός
- Συμμετοχικός
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- λαμπερός
- λαμπερός
- ενδιαφέρον
- συναρπαστικό
- μαγνητικός
- δελεαστικός
- απορροφητικός
- συναρπαστικός
- γοητευτικός
- απολαυστικό
- Ξωτικό
- απορροφητικός
- συναρπαστικός
- δελεαστικός
- φέρνω
- γαλβανικός
- συναρπαστικός
- στοιχειωμένος
- υπνωτικός
- υπνωτιστικό
- ελκυστικό
- δελεαστικός
- υπνωτιστικός
- ευχάριστος
- ευχάριστος
- συναρπαστικό
- μαγευτικός
- δελεαστικός
- βαρετό
- απωθητικό
- αποκρουστικός
- απωθητικός
- αποκρουστικός
- κουραστικό
- αποτρόπαιος
- αποτρόπαιος
- φρικτός
- φρικτός
- απεχθής
- μονότονο
- βαρετό
- επίπεδος
- αποτρόπαιος
- φρικτό
- φρικτός
- φρικτός
- φθονερός
- ενοχλητικός
- αποκρουστικός
- ναυτία
- αποκρουστικός
- προσβλητικό
- απωθητικό
- απωθητικό
- συγκλονιστικό
- αποκρουστικός
- κουραστικός
- Κουραστικό
- μη ελκυστικός, μη ελκυστική
- Θλιβερός
- βαρετός
- μολυβένιος
- μονότονος
- δυσώδης
- πεζός
- βαρύς
Nearest Words of attractive
Definitions and Meaning of attractive in English
attractive (a)
pleasing to the eye or mind especially through beauty or charm
having the properties of a magnet; the ability to draw or pull
attractive (s)
having power to arouse interest
attractive (a.)
Having the power or quality of attracting or drawing; as, the attractive force of bodies.
Attracting or drawing by moral influence or pleasurable emotion; alluring; inviting; pleasing.
attractive (n.)
That which attracts or draws; an attraction; an allurement.
FAQs About the word attractive
ελκυστικός
pleasing to the eye or mind especially through beauty or charm, having power to arouse interest, having the properties of a magnet; the ability to draw or pullH
ελκυστικός,χαρισματικός,γοητευτικός,γοητευτικός,συναρπαστικός,μαγευτικός,Συμμετοχικός,γοητευτικός,συναρπαστικός,συναρπαστικός
βαρετό,απωθητικό,αποκρουστικός,απωθητικός,αποκρουστικός,κουραστικό,αποτρόπαιος,αποτρόπαιος,φρικτός,φρικτός
attraction sphere => Σφαίρα έλξης, attraction => έλξη, attracting => ελκυστικός, attractile => Ελκυστικός, attracter => Ελκυστής,