Greek Meaning of attracted
ελκυσμένος
Other Greek words related to ελκυσμένος
- σχεδίασε
- δελεαστικός
- ενδιαφέρομαι
- μαγεμένος
- αιχμάλωτος
- γοητευμένος
- εκθαμβωμένος
- γοητευμένος
- κατενθουσιασμένος
- Μαγεμένος
- γοητευμένος
- εντυπωσιασμένος
- εμπνεόμενος
- περιέργως
- εμπλεκόμενος
- κατειλημμένος
- ελκυστικό
- απορροφάται
- πληγμένος
- μπερδεμένος
- προκατειλημμένος
- απασχολημένος
- έπιασε
- έγχρωμος
- αρραβωνιασμένος
- απορροφημένος
- ενθουσιασμένος
- τυλιγμένος
- υπνωτισμένος
- εμβαπτισμένος
- επηρεασμένο
- επηρεασμένο
- μαγεμένος
- αρπαγμένος
- έφτασε
- αναδευμένος
- χτύπησε
- συγκινημένος
- μεταφερόμενος
- μεροληπτικός
- παρέσυρα
- σφιχτό
- επηρεάστηκε
- είπε (για)
Nearest Words of attracted
- attractable => Ελκυστικός
- attractability => ελκυστικότητα
- attract => ελκω
- attosecond => attoδευτερόλεπτο
- attornment => αναγνώριση
- attorneyship => πληρεξούσιο
- attorneys => δικηγόροι
- attorneyism => Νομική επαγγελία
- attorney-general => εισαγγελέας του Αρείου Πάγου
- attorney-client relation => Σχέση δικηγόρου-πελάτη
Definitions and Meaning of attracted in English
attracted (imp. & p. p.)
of Attract
FAQs About the word attracted
ελκυσμένος
of Attract
σχεδίασε,δελεαστικός,ενδιαφέρομαι,μαγεμένος,αιχμάλωτος,γοητευμένος,εκθαμβωμένος,γοητευμένος,κατενθουσιασμένος,Μαγεμένος
βαρετό,αποτρεπτικός,αποθαρρυμένος,αποτραπεί,κουρασμένος,κουρασμένος,κουρασμένος,Ξεθώριασε,απογοητευμένος
attractable => Ελκυστικός, attractability => ελκυστικότητα, attract => ελκω, attosecond => attoδευτερόλεπτο, attornment => αναγνώριση,