Greek Meaning of influenced

επηρεασμένο

Other Greek words related to επηρεασμένο

Definitions and Meaning of influenced in English

Webster

influenced (imp. & p. p.)

of Influence

FAQs About the word influenced

επηρεασμένο

of Influence

έγχρωμος,πεπεισμένος,Διαστρεβλωμένο,πεπεισμένος,προδιάθετος,στραβός,επηρεάστηκε,πληγμένος,ανήσυχος,εχθρικός

αδιάφορος,ίδιος,δίκαιος,δίκαιο,ειλικρινής,αμερόληπτος,ανεξάρτητος,μόνο,ουδέτερος,Στόχος

influence peddler => Μεσολαβητής επιρροής, influence => επιρροή, inflowing => ερχόμενη, inflow => εισροή, inflorescence => ταξιανθία,