FAQs About the word inflow

εισροή

the process of flowing inTo flow in.

εισροή,Ευημερία,ροή,Εισόδημα,κατακλυσμός,πλημμύρα,ροή,εισροή,εισροή,Πλημμύρα

εκροή,μετανάστευση,πτήση,έξαρση,έξοδος

inflorescence => ταξιανθία, infliximab => Ινφλιξιμάμπη, inflictive => επώδυνος, infliction => Πόνος, inflicting => επιβάλλοντας,