FAQs About the word affluence

Ευημερία

abundant wealthA flowing to or towards; a concourse; an influx., An abundant supply, as of thought, words, feelings, etc.; profusion; also, abundance of propert

εισροή,ροή,Εισόδημα,εισροή,εισροή,κατακλυσμός,πλημμύρα,ροή,εισροή,Πλημμύρα

μετανάστευση,πτήση,εκροή,έξοδος,έξαρση

afflictively => οδυνηρά, afflictive => οδυνηρός, afflictionless => απαθής, affliction => δυστυχία, afflicting => Βασανιστικός,