FAQs About the word inpouring

εισροή

an inflow, pouring inward

εισροή,Ευημερία,ροή,Εισόδημα,εισροή,κατακλυσμός,πλημμύρα,ροή,εισροή,Πλημμύρα

εκροή,μετανάστευση,έξοδος,πτήση,έξαρση

inpour => έγχυση, in-person => αυτοπροσώπως, inpatient => νοσηλευόμενος ασθενής, inoxidize => αντισκωριακό, inositol => Ινοσιτόλη,