Greek Meaning of inpouring
εισροή
Other Greek words related to εισροή
Nearest Words of inpouring
Definitions and Meaning of inpouring in English
inpouring (n)
an inflow
inpouring (s)
pouring inward
FAQs About the word inpouring
εισροή
an inflow, pouring inward
εισροή,Ευημερία,ροή,Εισόδημα,εισροή,κατακλυσμός,πλημμύρα,ροή,εισροή,Πλημμύρα
εκροή,μετανάστευση,έξοδος,πτήση,έξαρση
inpour => έγχυση, in-person => αυτοπροσώπως, inpatient => νοσηλευόμενος ασθενής, inoxidize => αντισκωριακό, inositol => Ινοσιτόλη,