FAQs About the word inrush

εισροή

an inflowA rush inwards; as, the inrush of the tide., To rush in.

εισροή,Ευημερία,πλημμύρα,ροή,ροή,Εισόδημα,εισροή,κατακλυσμός,εισροή,Πλημμύρα

εκροή,μετανάστευση,έξοδος,πτήση,έξαρση

inrunning => Σε λειτουργία, inroll => εγγραφώ, inroading => εισβολή, inroaded => εισέβαλε, inroad => επιδρομή,