Greek Meaning of in-person

αυτοπροσώπως

Other Greek words related to αυτοπροσώπως

Definitions and Meaning of in-person in English

FAQs About the word in-person

αυτοπροσώπως

πλάσμα,τύπος,άτομο,ζωή,άντρας,πράγμα,μωρό,(είναι),πουλί,σώμα

ζώο,Θηρίο,κτήνος,βάρβαρος,πλάσμα

inpatient => νοσηλευόμενος ασθενής, inoxidize => αντισκωριακό, inositol => Ινοσιτόλη, inosite => Ινοσιτόλη, inosinic => ινosinικό οξύ,