Greek Meaning of humanoid
ανθρωποειδής
Other Greek words related to ανθρωποειδής
Nearest Words of humanoid
Definitions and Meaning of humanoid in English
humanoid (n)
an automaton that resembles a human being
FAQs About the word humanoid
ανθρωποειδής
an automaton that resembles a human being
άνθρωπος,ανθρωποειδής,ον,ομινοειδές,ανθρώπινος,θνητός,γήινος,φυσικός
ζώο,μη ανθρώπινος,θηριώδης,κτηνώδης,βάρβαρος,απάνθρωπος,ρομποτικός,απάνθρωπος,απάνθρωπος
humanness => ανθρωπιά, humanly => Ανθρώπινα, humanlike => ανθρώπινος, humankind => ανθρωπότητα, humanizing => ανθρωποποιητικός,