Greek Meaning of brute
βάρβαρος
Other Greek words related to βάρβαρος
- βίαιος
- σκληρός
- αδίστακτος
- άγριος
- κακός
- Φρικτός
- βάρβαρος
- βάρβαρος
- χασάπικο
- Άγριος
- διαβολικός
- σκληρός
- άκαρδος
- απάνθρωπος
- απάνθρωπος
- αμείλικτος
- φονικός
- καταπιεστικός
- σαδιστικός
- άγριος
- αιμοσταγής
- κακιά
- αδίστακτος
- δρακόντειος
- έπεσε
- ζοφερός
- Σκληρόκαρδος
- κακόβουλος
- κακόβουλος
- κακοήθης
- Κακοήθης
- μέση τιμή
- βρώμικο
- άσπλαχνος
- αιματηρός
- αισιόδοξος
- κακεντρεχής
- Ασπλαχνος
- αναίσθητος
- εκδικητικός
- αυθαίρετος
- σιδερένιος
- με δόντια και νύχια
Nearest Words of brute
Definitions and Meaning of brute in English
brute (n)
a cruelly rapacious person
a living organism characterized by voluntary movement
brute (s)
resembling a beast; showing lack of human sensibility
brute (a.)
Not having sensation; senseless; inanimate; unconscious; without intelligence or volition; as, the brute earth; the brute powers of nature.
Not possessing reason, irrational; unthinking; as, a brute beast; the brute creation.
Of, pertaining to, or characteristic of, a brute beast. Hence: Brutal; cruel; fierce; ferocious; savage; pitiless; as, brute violence.
Having the physical powers predominating over the mental; coarse; unpolished; unintelligent.
Rough; uncivilized; unfeeling.
brute (n.)
An animal destitute of human reason; any animal not human; esp. a quadruped; a beast.
A brutal person; a savage in heart or manners; as unfeeling or coarse person.
brute (v. t.)
To report; to bruit.
FAQs About the word brute
βάρβαρος
a cruelly rapacious person, a living organism characterized by voluntary movement, resembling a beast; showing lack of human sensibilityNot having sensation; se
βίαιος,σκληρός,αδίστακτος,άγριος,κακός,Φρικτός,βάρβαρος,βάρβαρος,χασάπικο,Άγριος
καλοήθης,συμπονετικός,ανθρώπινος,ευγενικός,συμπαθής,ζεστός,καλοήθης,φιλανθρωπικός,Καλοκάγαθος,καλόκαρδος
brutally => βάρβαρα, brutalizing => βιαιοπραγία, brutalized => βαρβαρωμένος, brutalization => απανθρωπισμός, brutality => Ωμότητα,