Greek Meaning of butcherly
χασάπικο
Other Greek words related to χασάπικο
- βίαιος
- σκληρός
- αδίστακτος
- άγριος
- κακός
- Φρικτός
- βάρβαρος
- βάρβαρος
- βάρβαρος
- Άγριος
- διαβολικός
- σκληρός
- άκαρδος
- απάνθρωπος
- απάνθρωπος
- αμείλικτος
- φονικός
- καταπιεστικός
- σαδιστικός
- άγριος
- με δόντια και νύχια
- αιμοσταγής
- αδίστακτος
- δρακόντειος
- έπεσε
- ζοφερός
- Σκληρόκαρδος
- κακόβουλος
- κακόβουλος
- κακοήθης
- Κακοήθης
- μέση τιμή
- βρώμικο
- άσπλαχνος
- αιματηρός
- αισιόδοξος
- κακεντρεχής
- Ασπλαχνος
- αναίσθητος
- εκδικητικός
- αυθαίρετος
- σκληροχέρης
- σιδερένιος
Nearest Words of butcherly
Definitions and Meaning of butcherly in English
butcherly (s)
poorly done
accompanied by bloodshed
butcherly (a.)
Like a butcher; without compunction; savage; bloody; inhuman; fell.
FAQs About the word butcherly
χασάπικο
poorly done, accompanied by bloodshedLike a butcher; without compunction; savage; bloody; inhuman; fell.
βίαιος,σκληρός,αδίστακτος,άγριος,κακός,Φρικτός,βάρβαρος,βάρβαρος,βάρβαρος,Άγριος
καλοήθης,συμπονετικός,ανθρώπινος,ευγενικός,συμπαθής,ζεστός,καλοήθης,φιλανθρωπικός,Καλοκάγαθος,καλόκαρδος
butcherliness => Χασάπικο, butchering => Σφαγή, butchered => σφαγμένος, butcherbird => Κρεοφάγος, butcher shop => Χασάπικο ,