Greek Meaning of hardhanded

σκληροχέρης

Other Greek words related to σκληροχέρης

Definitions and Meaning of hardhanded in English

hardhanded

strict, oppressive, having hands made hard by labor

FAQs About the word hardhanded

σκληροχέρης

strict, oppressive, having hands made hard by labor

βίαιος,σκληρός,σκληρός,καταπιεστικός,τραχύς,καυστικός,σοβαρός,σκληρός,Προσπαθώντας,κακός

άνετος,εύκολος,φως,μαλακός,ευχάριστος,άνετος,φιλικός,λαμπρός,φιλόξενος,πολυτελής

hard-eyed => σκληρός βλέμμα, hardens => σκληραίνει, hard-edged => σκληρός, hard-driving => δυναμικός, hardcovers => Σκληρόδετα βιβλία,