FAQs About the word reposeful

Ήρεμος

affording physical or mental restFull of repose; quiet.

άνετος,άνετος,Άνετος,εύκολος,ευχάριστος,χαλαρωτικό,ξεκούραστος,άνετος,ευρύχωρος,εύκολος

σκληρός,σκληρός,σοβαρός,άβολος,δυσάρεστος,εχθρικός,απρόσκλητος

reposed => ήρεμος, repose on => Βασίζεται σε, repose => ανάπαυση, reposance => ανάπαυση, reposal => Ανάπαυση,