Greek Meaning of commodious
ευρύχωρος
Other Greek words related to ευρύχωρος
- άφθονος
- ευρύχωρος
- μεγάλος
- Ευρύχωρο
- γενναιόδωρος
- όμορφος
- τεράστιος
- μεγάλος
- υπερμεγέθης
- ευρύχωρος
- αξιόλογος
- τακτοποιημένος
- ευρύ
- λίγο μεγάλο
- απεριόριστος
- Ευρύς
- ογκώδης
- σπηλαιώδης
- κολοσσιαίος
- σημαντικός
- ελεφαντώδης
- τεράστιος
- εκτατικός
- διευρυμένο
- εκτεταμένος
- γιγαντιαίος
- γιγάντιος
- καλό
- Μεγάλος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- βαρύς
- ηρακλειώδης
- ηρωικός
- ηρωικός
- Ιμαλάια
- τεράστιος
- τεράστιος
- γίγαντας
- Μεγέθους κρεβατιού King
- αρκετά μεγάλος
- απεριόριστος
- μαμούθ
- μαζικός
- μονολιθικός
- τερατώδης
- μνημειακός
- ορεινός
- Υπερμεγέθους
- υπερμεγέθης
- υπερμεγέθης
- θαυμαστός
- σημαντικός
- εκπληκτικός
- εκπληκτικός
- ουσιαστικός
- σούπερ
- Τιτανικός
- τεράστιος
- απέραντος
- ογκώδης
- γιγαντιαίος
- υπερμεγέθης
Nearest Words of commodious
- commode => Κομό
- commixture => Μίγμα
- commix => ανακατεύω
- committeewoman => μέλος επιτροπής
- committeeman => μέλος επιτροπής
- committee member => μέλος επιτροπής
- committee meeting => συνεδρίαση επιτροπής
- committee for state security => επιτροπή για την ασφάλεια του κράτους
- committee => επιτροπή
- committedness => δέσμευση
- commodiousness => ευρυχωρία
- commodities exchange => Χρηματιστήριο εμπορευμάτων
- commodities market => Αγορά εμπορευμάτων
- commodity => εμπόρευμα
- commodity brokerage => Διαμεσολάβηση εμπορευμάτων
- commodity exchange => χρηματιστήριο εμπορευμάτων
- commodore => αντισυνταγματάρχης
- commodore john barry bridge => Γέφυρα Αντιπλοιάρχου Τζον Μπάρι
- commodore perry => Γιοσικάν Πέρι
- commodore vanderbilt => Commodore Vanderbilt
Definitions and Meaning of commodious in English
commodious (a)
large and roomy (`convenient' is archaic in this sense)
FAQs About the word commodious
ευρύχωρος
large and roomy (`convenient' is archaic in this sense)
άφθονος,ευρύχωρος,μεγάλος,Ευρύχωρο,γενναιόδωρος,όμορφος,τεράστιος,μεγάλος,υπερμεγέθης,ευρύχωρος
περιορισμένος,Στενός,άβολος,περιορισμένος,στενός,περιορισμένος,μικρός,σφιχτός,άνετος
commode => Κομό, commixture => Μίγμα, commix => ανακατεύω, committeewoman => μέλος επιτροπής, committeeman => μέλος επιτροπής,