Greek Meaning of commodious

ευρύχωρος

Other Greek words related to ευρύχωρος

Definitions and Meaning of commodious in English

Wordnet

commodious (a)

large and roomy (`convenient' is archaic in this sense)

FAQs About the word commodious

ευρύχωρος

large and roomy (`convenient' is archaic in this sense)

άφθονος,ευρύχωρος,μεγάλος,Ευρύχωρο,γενναιόδωρος,όμορφος,τεράστιος,μεγάλος,υπερμεγέθης,ευρύχωρος

περιορισμένος,Στενός,άβολος,περιορισμένος,στενός,περιορισμένος,μικρός,σφιχτός,άνετος

commode => Κομό, commixture => Μίγμα, commix => ανακατεύω, committeewoman => μέλος επιτροπής, committeeman => μέλος επιτροπής,