Greek Meaning of cramped
Στενός
Other Greek words related to Στενός
Nearest Words of cramped
Definitions and Meaning of cramped in English
cramped (s)
constricted in size
FAQs About the word cramped
Στενός
constricted in size
περιορισμένος,περιορισμένος,στενός,περιορισμένος,άβολος,μικρός,άνετος,σφιχτός
άφθονος,ευρύχωρος,Ευρύς,Ευρύχωρο,σπηλαιώδης,ευρύχωρος,ευρύχωρος,ογκώδης,ευρύ
crampbark => Κράμπες φλοιός, cramp iron => Σιδερένιο crampon, cramp => κράμπα, crammer => φροντιστήριο, crambe maritima => Κουνουπίδι θάλασσας,