FAQs About the word cramped

Στενός

constricted in size

περιορισμένος,περιορισμένος,στενός,περιορισμένος,άβολος,μικρός,άνετος,σφιχτός

άφθονος,ευρύχωρος,Ευρύς,Ευρύχωρο,σπηλαιώδης,ευρύχωρος,ευρύχωρος,ογκώδης,ευρύ

crampbark => Κράμπες φλοιός, cramp iron => Σιδερένιο crampon, cramp => κράμπα, crammer => φροντιστήριο, crambe maritima => Κουνουπίδι θάλασσας,